Εσκίσεχιρ (Eskişehir)
Το Εσκίσεχιρ (τουρκικά: Eskişehir,, λατινικά: Dorylaeum, ελληνικά: Δορύλαιον) είναι πόλη στη βορειοδυτική Τουρκία και πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας. Έχει πληθυσμό 746.536 κατοίκων (εκτίμηση 2018). Η πόλη είναι δίπλα στον ποταμό Τέμβριο (Πορσούκ), 790 μέτρα πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, στη Φρυγική πεδιάδα. Βρίσκεται 250 χιλιόμετρα δυτικά της Άγκυρας, 90 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Κοτυαίου και 350 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Κωνσταντινούπολης.
Το Δορύλαιον ιδρύθηκε από τους Φρύγες το 1000 π.Χ. και πολλά αρχαιολογικά ευρήματα της περιόδου αυτής βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Υπάρχει επίσης μουσείο σηπιόλιθου, ορυκτού από το οποίο κατασκευάζονται πίπες καπνού.
Το Δορύλαιο είναι γνωστό ήδη από τον 4ο αιώνα π.X., την εποχή της αντιπαράθεσης του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου ή Kύκλωπος (382-301) και του Λυσιμάχου (355-281) (π. 302). Η πόλη οφείλει το όνομά της στον μυθικό Δορύλαο, απόγονο του Ηρακλή. Τη Ρωμαϊκή εποχή ανήκε στη Φρυγία Επίκτητο, ομοσπονδία έξι συνολικά πόλεων, η οποία έκοβε ομοσπονδιακό νόμισμα, και υπαγόταν στο conventus Συνάδων. Την πρώιμη Βυζαντινή εποχή υπήχθη στην επαρχία της Φρυγίας Σαλουταρίας, όπως μαρτυρεί τον 6ο αιώνα ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους.
Τη Βυζαντινή εποχή το Δορύλαιο συνιστούσε προπύργιο του θέματος του Οψικίου και ισχυρότατο φρούριο κατά των εξ ανατολών επιθέσεων που δεχόταν η αυτοκρατορία. Η μεγάλη στρατιωτική σημασία της πόλης διαφαίνεται από το γεγονός ότι ήδη τον 6ο αιώνα στάθμευε εκεί μία από τις επτά συνολικά σχολές της αυτοκρατορίας. Κατά τους 11ο και 12ο αιώνα το Δορύλαιο φιλοξενούσε το δεύτερο σημαντικότερο άπληκτον (στρατόπεδο) της αυτοκρατορίας, μετά από εκείνο των Μαλαγίνων, καθώς σχεδόν το σύνολο του βυζαντινού στρατού του ανατολικού συνόρου ήταν δυνατό να συγκεντρωθεί εκεί. Γι’ αυτό, εξάλλου, στην περιοχή του Δορυλαίου γινόταν συστηματική εκτροφή όνων και γενικότερα υποζυγίων αυτοκρατορικής ιδιοκτησίας. Δεν είναι τυχαίο ότι από το Δορύλαιο ξεκίνησαν τα βυζαντινά στρατεύματα την πορεία τους προς τη μοιραία για την αυτοκρατορία Μάχη του Μαντζικέρτ (1071). Από την περιοχή πέρασαν άλλωστε και τα στρατεύματα των σταυροφόρων τον 11ο και 12ο αιώνα ενώ αποτέλεσε κέντρο των στρατευμάτων που κατά καιρούς επιχειρούσαν στη Μ. Ασία.
Μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα το Δορύλαιο έγινε συχνά στόχος αραβικών επιθέσεων και επιδρομών. Το 741 βρέθηκε στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης του Κωνσταντίνου E΄ (740-775) με τον σφετεριστή Αρτάβασδο, κόμητα του θέματος Οψικίου. Το 970 έγινε τόπος συγκέντρωσης των στρατευμάτων του Bάρδα Σκληρού, στο πλαίσιο της πρώτης στάσης του σφετεριστή του θρόνου Bάρδα Φωκά. Στη δεύτερη φάση της στάσης του τελευταίου (987-989) η πόλη κατελήφθη για μικρό χρονικό διάστημα από τον σφετεριστή Φωκά, μαζί με πολλές άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας.
Κατά τους 11ο και 12ο αιώνα το Δορύλαιο υπέστη τις συνέπειες της σελτζουκικής διείσδυσης στη M. Ασία και βρέθηκε συχνά στο μάτι του κυκλώνα, κατά την αντιπαράθεση των Βυζαντινών, αλλά και των σταυροφόρων, με τους Σελτζούκους που είχαν εισβάλει στη M. Ασία. Γύρω στο 1080 κατελήφθη για πρώτη φορά από τους Σελτζούκους. Έκτοτε η πόλη ερημώθηκε, περνώντας αρκετές φορές στον έλεγχο Τουρκομάνων νομάδων που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή. Το 1175 ανακατελήφθη από τον Μανουήλ A΄ Κομνηνό και ανοικοδομήθηκε αποτελώντας σημαντικό, προκεχωρημένο μεθοριακό φρούριο της αυτοκρατορίας. Το Δορύλαιο περιήλθε οριστικά στους Σελτζούκους στο πλαίσιο της εκστρατείας του σουλτάνου του Ικονίου στην κοιλάδα του Μαιάνδρου το 1180 μ.X. ή λίγο αργότερα, και συγκαταλέγεται μεταξύ των περιοχών που έλαβε το 1188/1189 ο γιος του Κιλίτς Αρσλάν B΄, ο Μασούτ (Μουχιαντίν Μασ'ουντσάχ). Ανοικοδομήθηκε εκ νέου από τους Σελτζούκους, κοντά στις θερμές πηγές της περιοχής, μετονομαζόμενο σε Εσκίσεχίρ (Eskişehir), που σημαίνει παλιά πόλη.
Από την περιοχή του Δορυλαίου κατάγονταν επιφανείς Βυζαντινές οικογένειες, όπως οι Μελισσηνοί, οι οποίοι κατείχαν στα τέλη του 11ου αιώνα τεράστιες ιδιόκτητες εκτάσεις.
Κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας η πόλη καταλήφθηκε μετά τη Μάχη του Εσκί Σεχίρ από τον ελληνικό στρατό την 9η Ιουλίου 1921 και ανακαταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό τον Αύγουστο του 1922.
Το Δορύλαιον ιδρύθηκε από τους Φρύγες το 1000 π.Χ. και πολλά αρχαιολογικά ευρήματα της περιόδου αυτής βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Υπάρχει επίσης μουσείο σηπιόλιθου, ορυκτού από το οποίο κατασκευάζονται πίπες καπνού.
Το Δορύλαιο είναι γνωστό ήδη από τον 4ο αιώνα π.X., την εποχή της αντιπαράθεσης του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου ή Kύκλωπος (382-301) και του Λυσιμάχου (355-281) (π. 302). Η πόλη οφείλει το όνομά της στον μυθικό Δορύλαο, απόγονο του Ηρακλή. Τη Ρωμαϊκή εποχή ανήκε στη Φρυγία Επίκτητο, ομοσπονδία έξι συνολικά πόλεων, η οποία έκοβε ομοσπονδιακό νόμισμα, και υπαγόταν στο conventus Συνάδων. Την πρώιμη Βυζαντινή εποχή υπήχθη στην επαρχία της Φρυγίας Σαλουταρίας, όπως μαρτυρεί τον 6ο αιώνα ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους.
Τη Βυζαντινή εποχή το Δορύλαιο συνιστούσε προπύργιο του θέματος του Οψικίου και ισχυρότατο φρούριο κατά των εξ ανατολών επιθέσεων που δεχόταν η αυτοκρατορία. Η μεγάλη στρατιωτική σημασία της πόλης διαφαίνεται από το γεγονός ότι ήδη τον 6ο αιώνα στάθμευε εκεί μία από τις επτά συνολικά σχολές της αυτοκρατορίας. Κατά τους 11ο και 12ο αιώνα το Δορύλαιο φιλοξενούσε το δεύτερο σημαντικότερο άπληκτον (στρατόπεδο) της αυτοκρατορίας, μετά από εκείνο των Μαλαγίνων, καθώς σχεδόν το σύνολο του βυζαντινού στρατού του ανατολικού συνόρου ήταν δυνατό να συγκεντρωθεί εκεί. Γι’ αυτό, εξάλλου, στην περιοχή του Δορυλαίου γινόταν συστηματική εκτροφή όνων και γενικότερα υποζυγίων αυτοκρατορικής ιδιοκτησίας. Δεν είναι τυχαίο ότι από το Δορύλαιο ξεκίνησαν τα βυζαντινά στρατεύματα την πορεία τους προς τη μοιραία για την αυτοκρατορία Μάχη του Μαντζικέρτ (1071). Από την περιοχή πέρασαν άλλωστε και τα στρατεύματα των σταυροφόρων τον 11ο και 12ο αιώνα ενώ αποτέλεσε κέντρο των στρατευμάτων που κατά καιρούς επιχειρούσαν στη Μ. Ασία.
Μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα το Δορύλαιο έγινε συχνά στόχος αραβικών επιθέσεων και επιδρομών. Το 741 βρέθηκε στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης του Κωνσταντίνου E΄ (740-775) με τον σφετεριστή Αρτάβασδο, κόμητα του θέματος Οψικίου. Το 970 έγινε τόπος συγκέντρωσης των στρατευμάτων του Bάρδα Σκληρού, στο πλαίσιο της πρώτης στάσης του σφετεριστή του θρόνου Bάρδα Φωκά. Στη δεύτερη φάση της στάσης του τελευταίου (987-989) η πόλη κατελήφθη για μικρό χρονικό διάστημα από τον σφετεριστή Φωκά, μαζί με πολλές άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας.
Κατά τους 11ο και 12ο αιώνα το Δορύλαιο υπέστη τις συνέπειες της σελτζουκικής διείσδυσης στη M. Ασία και βρέθηκε συχνά στο μάτι του κυκλώνα, κατά την αντιπαράθεση των Βυζαντινών, αλλά και των σταυροφόρων, με τους Σελτζούκους που είχαν εισβάλει στη M. Ασία. Γύρω στο 1080 κατελήφθη για πρώτη φορά από τους Σελτζούκους. Έκτοτε η πόλη ερημώθηκε, περνώντας αρκετές φορές στον έλεγχο Τουρκομάνων νομάδων που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή. Το 1175 ανακατελήφθη από τον Μανουήλ A΄ Κομνηνό και ανοικοδομήθηκε αποτελώντας σημαντικό, προκεχωρημένο μεθοριακό φρούριο της αυτοκρατορίας. Το Δορύλαιο περιήλθε οριστικά στους Σελτζούκους στο πλαίσιο της εκστρατείας του σουλτάνου του Ικονίου στην κοιλάδα του Μαιάνδρου το 1180 μ.X. ή λίγο αργότερα, και συγκαταλέγεται μεταξύ των περιοχών που έλαβε το 1188/1189 ο γιος του Κιλίτς Αρσλάν B΄, ο Μασούτ (Μουχιαντίν Μασ'ουντσάχ). Ανοικοδομήθηκε εκ νέου από τους Σελτζούκους, κοντά στις θερμές πηγές της περιοχής, μετονομαζόμενο σε Εσκίσεχίρ (Eskişehir), που σημαίνει παλιά πόλη.
Από την περιοχή του Δορυλαίου κατάγονταν επιφανείς Βυζαντινές οικογένειες, όπως οι Μελισσηνοί, οι οποίοι κατείχαν στα τέλη του 11ου αιώνα τεράστιες ιδιόκτητες εκτάσεις.
Κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας η πόλη καταλήφθηκε μετά τη Μάχη του Εσκί Σεχίρ από τον ελληνικό στρατό την 9η Ιουλίου 1921 και ανακαταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό τον Αύγουστο του 1922.
Χάρτης - Εσκίσεχιρ (Eskişehir)
Χάρτης
Χώρα - Τουρκία
Σημαία της Τουρκίας |
Η περιοχή που σήμερα ονομάζεται Τουρκία έχει κατοικηθεί από την Παλαιολιθική περίοδο, μεταξύ άλλων από διάφορους Αρχαιομικρασιατικούς πολιτισμούς και Θρακικούς λαούς καθώς και από Ίωνες, που ίδρυσαν εκεί δώδεκα μεγάλες πόλεις (Ιωνική δωδεκάπολις). Μετά την κατάκτηση από τον Αλέξανδρο τον Μέγα, η περιοχή εξελληνίστηκε, διαδικασία που συνεχίστηκε με τη Ρωμαϊκή κυριαρχία και τη μετάβαση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τον 11ο αιώνα άρχισαν να μεταναστεύουν στην περιοχή οι Σελτζούκοι Τούρκοι, αρχίζοντας τη διαδικασία του εκτουρκισμού και του εξισλαμισμού της περιοχής, που επιταχύνθηκε από τη νίκη των Σελτζούκων επί των Βυζαντινών στη Μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. Το Σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ κυβέρνησε τη Μικρά Ασία μέχρι τη Μογγολική εισβολή το 1243, οπότε διασπάστηκε σε αρκετά μικρά τουρκικά μπειλίκια. Ξεκινώντας από τα τέλη του 13ου αιώνα το οθωμανικό μπειλίκι συνένωσε τη Μικρά Ασία και δημιούργησε μια αυτοκρατορία που περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Δυτικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής. Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ακολούθησε την ήττα της κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τμήματά της καταλήφθηκαν από τους νικητές Συμμάχους. Ο Τουρκικός Πόλεμος για την Ανεξαρτησία, που ξεκίνησε από το Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και τους συνεργάτες του, είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της σύγχρονης Δημοκρατίας της Τουρκίας το 1923, με τον Ατατούρκ ως πρώτο πρόεδρό της.
Νομισματική μονάδα / Γλώσσα
ISO | Νομισματική μονάδα | Σύμβολο | Significant Figures |
---|---|---|---|
TRY | Τουρκική λίρα (Turkish lira) | ₺ | 2 |
ISO | Γλώσσα |
---|---|
AZ | Αζερική γλώσσα (Azerbaijani language) |
KU | Κουρδική γλώσσα (Kurdish language) |
TR | Τουρκική γλώσσα (Turkish language) |